κακοστομαχιάζω

κακοστομαχιάζω
[κακοστομαχιά]
1. (αμτβ.) πάσχω από δυσπεψία, έχω βάρος στο στομάχι
2. (για το τροφές) (μτβ.) προκαλώ κακοστομαχιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κακοστομαχιάζω — κακοστομάχιασα, πάσχω από κακοστομαχιά: Κακοστομαχιάζει με το τίποτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοστομάχιασμα — το [κακοστομαχιάζω] δυσπεψία, βάρος στο στομάχι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”